πιπιλίζω — πιπιλίζω, πιπίλισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. πιπιλάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πιπιλίζω — και πιπιλώ, άω, Ν 1. γλείφω κάτι αργά αργά και για πολλή ώρα με ελαφρές συσπαστικές κινήσεις τών χειλιών και τής γλώσσας, βυζαίνω 2. φρ. «μού [σού, τού] πιπιλίζει ή πιπίλισε το μυαλό» μτφ. μέ [σέ, τόν] ζαλίζει ή ζάλισε με την παρατεταμένη φλυαρία … Dictionary of Greek
μυζώ — άω (ΑΜ μυζῶ, Α ιων. τ. μυζέω) ρουφώ με το στόμα την υγρή ουσία που περιέχεται κάπου, βυζαίνω, πιπιλίζω («η μέλισσα μυζά τον χυμό τού άνθους»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος από το θ. μυζη τού αόρ. ἐ μύζη σα τού μύζω* (II) «πιπιλίζω, ρουφώ»] … Dictionary of Greek
πιπίλα — η, Ν 1. η ενέργεια τού πιπιλίζω, πιπίλισμα 2. καθετί που χρησιμεύει για πιπίλισμα 3. (ειδικά) τεχνητή θηλή από ελαστικό κόμμι ή από πλαστικό η οποία δίνεται στα βρέφη προκειμένου να έχουν την ψευδαίσθηση τού θηλασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. πιπιλίζω,… … Dictionary of Greek
πιπίλισμα — το, Ν [πιπιλίζω] η ενέργεια τού πιπιλίζω … Dictionary of Greek
εκμυζώ — ( άω) (AM ἐκμυζῶ, άω και έω Α και ἐκμύζω) 1. βυζαίνω, πιπιλίζω 2. αποσπώ χρήματα ή άλλα οφέλη με πιέσεις, εκβιασμούς ή απάτες μσν. σφετερίζομαι κάτι αρχ. αντλώ με αναρρόφηση … Dictionary of Greek
θησειομύζων — θησειομύζων, ὁ (Α) (σκωπτ. στον Αριστοφ.) ο κατά τα Θησεία, εορτή τού Θησέως, μύζων, δηλ. αυτός που τρώει από τα τρόφιμα τα οποία διανέμονται δωρεάν στους φτωχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θησεία «εορτή προς τιμήν τού Θησέως» + μύζω (I) «ρουφώ, πιπιλίζω»] … Dictionary of Greek
μυζητής — ο (Α μυζητής) ζωολ. έντομο ημίπτερο τής οικογένειας αφιδίδες επιβλαβές για τα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. μύζω (ΙΙ) «πιπιλίζω, ρουφώ» με επίδραση τού μυζώ, πιθ. επειδή το έντομο ρουφά τον χυμό τών φρούτων] … Dictionary of Greek
μύζηση — η (Α μύζησις) η ενέργεια τού μυζώ, απομύζηση, βύζαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύζω (ΙΙ) «ρουφώ, πιπιλίζω», με επίδραση τού ενεστ. μυζώ] … Dictionary of Greek
μύζουρις — μύζουρις, ιδος, ἡ (ΑΜ) (κωμική λ.) πόρνη που πιπιλίζει την «ουρά», το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυζ τού μύζω (ΙΙ) «πιπιλίζω, ρουφώ» + οὐρά] … Dictionary of Greek